23.10.2019 Δελτίο τύπου Κυπριων Αρχαιολόγων και της βυζαντινολογικής εταιρείας κύπρου για το θέμα της κατα χώραν διατήρησης των αρχαιοτήτων που εντοπίστηκαν στις ανασκαφές του μετρό της θεσσαλονίκης

Τα Διοικητικά Συμβούλια του Συνδέσμου Κυπρίων Αρχαιολόγων και της Βυζαντινολογικής Εταιρείας Κύπρου, με αφορμή την εξαγγελία του Έλληνα Πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης στις 7 Σεπτεμβρίου 2019 και τις αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε στην αρχαιολογική και ακαδημαϊκή κοινότητα, εκφράζουν την αντίθεσή τους στην πρόθεση απόσπασης αρχαιοτήτων από τη θέση του μοναδικού μνημειακού συνόλου, το οποίο ήρθε στο φως κατά τις εργασίες για το Μετρό της Θεσσαλονίκης. Οι ανασκαφές στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου έφεραν στο φως μοναδικής σημασίας ευρήματα. Ανάμεσα σε άλλα, εντοπίστηκαν τμήματα δημοσίων κτηρίων, το τετράπυλο και οι κεντρικοί οδοί (Cardo και Decumanus Maximus), που οδηγούσαν στο λιμάνι της Βυζαντινής πόλης.

Στο πλαίσιο των εργασιών του Μετρό στον Σταθμό Βενιζέλου, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως μόνο ένα μικρό τμήμα από τον πλούσιο κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας και των αρχών των μεσαιωνικών χρόνων της πόλης. Το σημαντικό μνημειακό σύνολο που ανακαλύφθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης με συνεχή κατοίκηση, αποτελεί μέρος της ιστορίας της πόλης παρέχοντας τη δυνατότητα ανασύστασης του αστικού ιστού των Βυζαντινών χρόνων και αποτελεί το πλέον ευανάγνωστο κομμάτι του ιστορικού κέντρου της σε ένα παλίμψηστο αιώνων από τον 6ο έως και τον 10ο αιώνα μ.Χ. Αξίζει να αναφερθεί ότι έργα που διενεργούνται για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, όπως είναι η δημιουργία του Μετρό της Θεσσαλονίκης, παρέχουν την ευκαιρία στους αρχαιολόγους να αποκαλύψουν τμήματα της αρχαίας πόλης που υπό άλλες συνθήκες θα παρέμεναν για πάντα θαμμένα κάτω από τη γη.

Η ανάγκη για κατανόηση της σημασίας των συγκεκριμένων ευρημάτων έγκειται στο γεγονός ότι η αποκάλυψη των κεντρικών οδών της πόλης συμβάλλει στην κατανόηση του πολεοδομικού ιστού της και τυχόν απόσπασή τους αποτελεί καταστροφή παρά διάσωση των αρχαιολογικών δεδομένων που παρέχει το μνημείο και αποσπασματική ανάγνωση των πληροφοριών που αυτό δύναται να προσφέρει. Αποτελεί λοιπόν χρέος όλων των εμπλεκόμενων φορέων να το διατηρήσουν στη θέση του αναλλοίωτο και έτσι να το παραδώσουν στο κοινό επιτρέποντας του να κατανοήσει τη διαχρονικότητα και τη μοναδικότητα που χαρακτηρίζει την πόλη της Θεσσαλονίκης, της δεύτερης σημαντικότερης πόλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη.

Ο Σύνδεσμος Κυπρίων Αρχαιολόγων και η Βυζαντινολογική Εταιρεία Κύπρου συμμεριζόμενοι τις ανησυχίες του Συνδέσμου Ελλήνων Αρχαιολόγων και των υπόλοιπων αρχαιολογικών και
επιστημονικών φορέων θεωρούν, πως το έργο που έχει ήδη ξεκινήσει θα πρέπει να υλοποιηθεί με βάση τις εγκεκριμένες μελέτες που έγιναν για την κατά χώραν διατήρηση των μοναδικών αρχαιοτήτων και την κατασκευή του σταθμού, ώστε να εξασφαλισθεί ότι το μνημειακό σύνολο που ήρθε στο φως θα διατηρηθεί στη θέση του χωρίς να εμποδίζει τις κυκλοφοριακές ανάγκες της σύγχρονης πόλης. Η απόφαση που λήφθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο το 2017 και η Υπουργική Απόφαση που ακολούθησε, θα πρέπει να γίνουν σεβαστές και να εφαρμοστούν με στόχο τη διατήρηση και προστασία των αρχαιοτήτων.

Δρ. Σκεύη Χριστοδούλου Δρ. Ανδρέας Φούλιας
Πρόεδρος Πρόεδρος Συνδέσμου Κυπρίων Αρχαιολόγων Βυζαντινολογικής Εταιρείας Κύπρου

Περισσότερα Δελτία Τύπου